
Ο μύθος μάς ταξιδεύει στη βαρβαρική Ταυρίδα. Τη χώρα όπου η θεά Αρτεμις λατρεύεται με ανθρωποθυσίες. Εκεί, μέσα σε ένα σκηνικό τρόμου και αίματος, μια γυναίκα που θεωρείτο νεκρή θα ξανασυναντήσει τον αδελφό της και μαζί του θα διεκδικήσει ξανά το δικαίωμα στη ζωή και στην ελευθερία, το οποίο της είχαν αρνηθεί ο ίδιος ο πατέρας της (και θυσιαστής της) και οι θεοί που καθορίζουν τις τύχες των ανθρώπων. Η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη αποτελεί τη συνέχεια της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι», αν και διδάχθηκε πριν από αυτήν. Εργο έντονο, δυνατό και συγκινητικό, ενέπνευσε στον Γκλουκ μία από τις γνωστότερες όπερές του. Ο συνθέτης ολοκλήρωσε τη δική του «Ιφιγένεια εν Ταύροις» το 1779 και την παρουσίασε την ίδια χρονιά στο Παρίσι, στο γαλλικό λιμπρέτο του Νικολά Φρανσουά Γκιγιάρντ. Πρόκειται, σύμφωνα με έγκριτους μουσικολόγους, για μία από τις καλύτερες, αν όχι για την καλύτερη δημιουργία του, για μία όπερα η οποία μαζί με τις προγενέστερες «Ορφέας και Ευρυδίκη», «Αλκηστη» και «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» τον καθιερώνει ως μεγάλο μεταρρυθμιστή του είδους. Το 1781 ο Γκλουκ παρουσίασε μια αναθεωρημένη εκδοχή του έργου, αυτή τη φορά σε γερμανικό λιμπρέτο, στη Βιέννη. To 1796 η «Ιφιγένεια» παίχτηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο, στην ιταλική μετάφραση του Λορέντζο Ντα Πόντε, και το 1916 στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, στα γερμανικά, σε μία εκδοχή που επεξεργάστηκε ο Ρίχαρντ Στράους. Η Μαρία Κάλλας ερμήνευσε την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» στα ιταλικά, στη Σκάλα του Μιλάνου το 1957. Τη σκηνοθεσία της μεγαλειώδους παραγωγής είχε κάνει ο Λουκίνο Βισκόντι, τοποθετώντας τη δράση στα μισά του 18ου αιώνα, στο πλαίσιο της αισθητικής αναζήτησης που είχε ξεκινήσει με την «Εστιάδα» του Σποντίνι το 1954 (πάλι με την Κάλλας στον πρωταγωνιστικό ρόλο). Την παράσταση διηύθυνε ο Νίνο Σαντσόνιο, ενώ η live ηχογράφηση αποτελεί ακριβό ντοκουμέντο της τέχνης της κορυφαίας υψιφώνου.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Πηγή: tovima.gr