Δραστική αύξηση στους δασμούς ξένων προϊόντων που εισέρχονται στις ΗΠΑ προανήγγειλε ο Ντόναλντ Τραμπ, Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος για την προεδρία. Στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας, υποσχέθηκε δασμούς έως 20% σε αγαθά από άλλες χώρες και μέχρι 60% σε όλες τις εισαγωγές από την Κίνα. Ακόμη, έχει αναφερθεί σε φόρο 200% σε ορισμένα εισαγόμενα αυτοκίνητα. Οι δασμοί βλέπονται από τον Τραμπ ως μέσο ενίσχυσης της αμερικανικής οικονομίας, προστασίας των θέσεων εργασίας και αύξησης των φορολογικών εσόδων.
Όλοι οι δασμοί λειτουργούν ως εγχώριοι φόροι που επιβάλλονται στα προϊόντα κατά την εισαγωγή τους, με το κόστος της χρέωσης να αναλαμβάνει η εγχώρια εταιρεία εισαγωγής. Αυτό σημαίνει ότι ο τελικός οικονομικός αντίκτυπος θα μπορούσε να μετακυλιστεί στους καταναλωτές μέσω υψηλότερων τιμών ή να επηρεάσει άμεσα τα κέρδη των εταιρειών. Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι αυτοί οι φόροι δεν πλήττουν τους καταναλωτές στην Αμερική, κάτι που όμως έχει αμφισβητηθεί από τους οικονομολόγους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, το 2023, οι ΗΠΑ εισήγαγαν προϊόντα αξίας περίπου 3,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που αντιστοιχούν περίπου στο 11% του ΑΕΠ. Οι δασμοί που επιβλήθηκαν από αυτήν την εισαγωγή απέφεραν 80 δισεκατομμύρια δολάρια, που αντιπροσωπεύει το 2% των συνολικών φορολογικών εσόδων της χώρας. Οι οικονομικές αναλύσεις των δασμών που επιβλήθηκαν κατά την πρώτη θητεία Τραμπ δείχνουν ότι οι περισσότεροι από τους φόρους μετακυλίστηκαν στους αμερικανικούς καταναλωτές.
Ο Τραμπ ισχυρίζεται επίσης ότι οι δασμοί προστατεύουν και δημιουργούν θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Το πολιτικό του πλαίσιο προέρχεται από τις αυξανόμενες ανησυχίες για την απώλεια θέσεων εργασίας στη βιομηχανία των ΗΠΑ, ιδίως μετά την υπογραφή της NAFTA και την είσοδο της Κίνας στον παγκόσμιο εμπορικό χάρτη. Παρά τα αυτά, οι οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι η πτώση στις θέσεις εργασίας στη βιομηχανία δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στο εμπόριο, καθώς η αυτοματοποίηση παίζει επίσης σημαντικό ρόλο.
Κατά την αποτίμηση των δασμών στον τομέα του χάλυβα, για παράδειγμα, οι δασμοί 25% που επιβλήθηκαν από τον Τραμπ το 2018 δεν οδήγησαν στην επιθυμητή αύξηση απασχόλησης. Ενώ θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η απασχόληση θα ήταν χαμηλότερη χωρίς αυτούς τους δασμούς, οι αναλύσεις δεν έχουν αποδείξει θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά τις επιβολές δασμών, το εμπορικό έλλειμμα συνέχισε να αυξάνεται, φτάνοντας στα 653 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020. Οι οικονομολόγοι εξηγούν ότι οι δασμοί αύξησαν τη διεθνή αξία του δολαρίου, κάνοντάς το λιγότερο ανταγωνιστικό στις διεθνείς αγορές.
Αντιθέτως, οικονομολόγοι που υποστηρίζουν τις δασμολογικές πολιτικές του Τραμπ, όπως ο Τζεφ Φέρι, διατείνονται ότι οι δασμοί ενισχύουν την εγχώρια βιομηχανία. Η σημερινή κυβέρνηση Μπάιντεν διατήρησε μερικούς από τους δασμούς που είχε επιβάλει ο Τραμπ και εισήγαγε νέους, επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας και βιομηχανικής πολιτικής.
Πηγή: naftemporiki.gr